- Αίολος
- οόνομα του θεού των ανέμων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αἰόλος — quick moving masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴολος — quick moving masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
αἰολώτερον — αἰόλος quick moving adverbial comp αἰόλος quick moving masc acc comp sg αἰόλος quick moving neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰόλα — αἰόλος quick moving neut nom/voc/acc pl αἰόλᾱ , αἰόλος quick moving fem nom/voc/acc dual αἰόλᾱ , αἰόλος quick moving fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Эол — (Αΐολος, лат. Aeolus): 1) сын Эллина и нимфы Орсеиды, дядя Девкалиона, брат Дора и Ксута, родоначальник эолийского племени, царствовавший в фессалийской Магнезии; 2) по Гомеровской Одиссее (см.), сын Гиппота, властитель острова Эолии (см.) и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
αἰόλαι — αἰόλος quick moving fem nom/voc pl αἰόλᾱͅ , αἰόλος quick moving fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰόλον — αἰόλος quick moving masc acc sg αἰόλος quick moving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰόλων — αἰόλος quick moving fem gen pl αἰόλος quick moving masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰόλως — αἰόλος quick moving adverbial αἰόλος quick moving masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)